- επακτή
- η астр. эпакта
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επακτή — η (Α ἐπακτή) νεοελλ. αστρον. η ηλικία τής σελήνης κατά την 1η Ιανουαρίου ή την 22α Μαρτίου κάθε έτους, που είναι χρήσιμη αφετηρία για τον καθορισμό τής ημερομηνίας τού Πάσχα αλλιώς «θεμέλιο σελήνης» αρχ. 1. η διαφορά τού πολιτικού ηλιακού έτους… … Dictionary of Greek
θεμέλιος — α και ος ο (AM θεμέλιος, ον) [θεμός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βάση οικοδομήματος ή ο κατάλληλος να τεθεί πάνω σ αυτήν («θεμέλιος λίθος») 2. το ουδ. ως ουσ. το θεμέλιο(ν) α) συν. στον πληθ. το τμήμα οικοδομήματος που βρίσκεται κάτω από … Dictionary of Greek
epactă — EPÁCTĂ, epacte, s.f. Număr de zile care trebuie adăugat unui an lunar pentru a l face să concorde cu anul solar. – Din fr. épacte. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 EPÁCTĂ s. (astron.) (înv.) temelie. Trimis de siveco, 05.08.2004.… … Dicționar Român